Μεγαλώνω και... φοβάμαι
Τα χρόνια περνούν και περνούν πιο γρήγορα απ' ότι πιστεύαμε όσο ήμασταν μικροί. Τρέχουν οι μέρες και εμείς παραμένουμε στάσιμοι ίσως και ανήμποροι να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις.
Σαν παιδιά βιαζόμασταν να ενηλικιωθούμε, να γίνουμε ανεξάρτητοι και αυτάρκεις. Να μην χρειάζεται να δίνουμε αναφορά σε κανέναν για τίποτα. Τώρα όμως, που υποτίθεται ότι ήρθε η στιγμή για να γίνει αυτό, νιώθουμε την ανάγκη να έχουμε κάποιον να μας προσέχει, να ξέρουμε ότι νοιάζεται για μας και ενδιαφέρεται. Γιατί τελικά ο κόσμος δεν είναι και τόσο ξένοιαστος και ιδανικός όσο πιστεύαμε. Και έτσι έχουμε αρχίσει να φοβόμαστε. Φοβόμαστε γιατί ζούμε σε ένα κόσμο τόσο βάρβαρο, μοναχικό και αδιάφορο. Έναν κόσμο που για να καταφέρεις να "επιβιώσεις" θα πρέπει να γίνεις σκληρός, αμείλικτος, θα πρέπει να μάθεις να κρύβεις τα συναισθήματα σου και να ανταπεξέρχεσαι σε κάθε κατάσταση χωρίς να νιώθεις τύψεις, πόνο και ανασφάλεια.
Έτσι συνειδητοποιούμε πόσο ανάγκη έχουμε κάποιους ανθρώπους, είτε αυτοί είναι γονείς, αδέρφια είτε είναι φίλοι και σύντροφοι. Άνθρωποι που θα νοιάζονται πραγματικά για μας, που θα είναι δίπλα μας στις δυσκολίες της ζωής όχι από ανάγκη και υποχρέωση αλλά γιατί πραγματικά το θέλουν. Θα μας κάνουν να νιώθουμε ασφάλεια, ζεστασιά, γαλήνη μέσα σε αυτόν τον τρελό κόσμο που ζούμε, αλλά και μέλη μιας "ομάδας". Επειδή κατά βάθος, θέλουμε να ξέρουμε ότι ανήκουμε κάπου και δεν είμαστε μόνοι μας μπροστά στα "θηρία" της ζωής.
Η μοναξιά κάνει τα πράγματα να δείχνουν χειρότερα, πιο δύσκολα και πιο τραγικά απ' όσο είναι. Μας ωθεί σε πράξεις χωρίς λογική, μερικές φορές γεμάτες βία και απόγνωση κάνοντάς τα όλα να μοιάζουν χωρίς σκοπό δημιουργώντας ένα κενό στις ψυχές των ανθρώπων. Είναι καιρός λοιπόν, να μάθουμε να μοιραζόμαστε τις ζωές μας με τα άτομα που αγαπάμε και να μην πατάμε επί πτωμάτων για χάρη μια πρόσκαιρης επιτυχίας που όμως δεν έχουμε με ποιον να την γιορτάζουμε, γιατί τα χρόνια περνάνε και στο τέλος το μόνο που μένει είναι τα χαμόγελα και οι αγκαλιές που μοιραστήκαμε.
Μυρτώ